- προδωσέταιρος
- -ον, Ααυτός που προδίδει τους συντρόφους του, τους φίλους του.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < προδωσ- τού προδίδωμι + ἑταῖρος «σύντροφος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προδωσέταιρον — προδωσέταιρος betraying one s companions masc/fem acc sg προδωσέταιρος betraying one s companions neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδωσέταιροι — προδωσέταιρος betraying one s companions masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)